- βάζω
- (I)και βάνω (Μ βάζω)1. τοποθετώ, φορώ2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλονεοελλ.Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω2. (για βαθμό) βαθμολογώ3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση4. βάζω... νααναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι5. υποθέτω. II. φρ.1. «βάζω αφτί» — κρυφακούω, αφουγκράζομαι2. «βάζω για κάπου» — κατευθύνομαι, πηγαίνω3. «βάζω για (δήμαρχος, πρόεδρος κ.λπ.)» — θέτω υποψηφιότητα4. «βάζω γνώση» — λογικεύομαι, σωφρονίζομαι5. «βάζω ένα χέρι» — βοηθώ6. «βάζω κακό στον νου μου» — υποπτεύομαι κάτι κακό, πονηρεύομαι7. «βάζω κατά μέρος»α) παραμερίζωβ) αποταμιεύω8. «βάζω κάτω κάποιον» — νικώ, επιβάλλομαι9. «το βάζω κάτω» — παραδίνομαι, νικιέμαι, ενδίδω10. «(το) βάζω κάτω» — σκέφτομαι προσεκτικά11. «βάζω λόγια» — συκοφαντώ, προξενώ σκάνδαλα12. «βάζω λυτούς και δεμένους» — χρησιμοποιώ όλα τα μέσα για να πετύχω κάτι13. «βάζω με τον νου μου» — υποπτεύομαι, υποψιάζομαι14. «βάζω μηδέν» — μηδενίζω15. «βάζω μπροστά κάποιον» — επιπλήττω, μαλώνω16. «βάζω μπροστά κάτι» — ξεκινώ17. «βάζω μυαλό» — λογικεύομαι, σωφρονίζομαι18. «βάζω νερό στο κρασί μου» — μετριάζω τις αξιώσεις μου, ενδίδω19. «βάζω όρο» — διατυπώνω ή επιβάλλω όρο20. «βάζω πείσμα» — προβάλλω πείσμα, επιμένω21. «βάζω πλώρη» — κατευθύνομαι, επιδιώκω22. «βάζω πόστα» — επιπλήττω, μαλώνω»23. «βάζω σε ιδέα» — εμβάλλω σε κάποιον υπόνοια, τον κάνω να προβληματιστεί24. «βάζω σε ενέργεια» — επιχειρώ, αρχίζω25. «βάζω σε πειρασμό» — σκανδαλίζω, παρακινώ26. «βάζω σε τάξη» — τακτοποιώ27. «βάζω στα αίματα» — παρασύρω, ερεθίζω, διεγείρω, παρακινώ28. «(το) βάζω στα πόδια» — τρέπομαι σε φυγή29. «βάζω στεφάνι» — παντρεύομαι30. «βάζω στη θέση μου κάποιον» — ορίζω ως αντιπρόσωπο31. «βάζω κάποιον στη θέση του» — ανακαλώ στην τάξη32. «βάζω στην άκρη» — αποταμιεύω33. «βάζω στην μπάντα» — αποταμιεύω34. «βάζω στη σαλαμούρα» — φροντίζω να διατηρηθεί, συντηρώ35. «βάζω στοίχημα» — στοιχηματίζω36. «βάζω στον κλήρο» — μοιράζω με κλήρο, κληρώνω37. «βάζω στον νου μου» — σκέπτομαι, λογαριάζω38. «βάζω στο πόδι μου» — αναθέτω σε κάποιον να με αντικαταστήσει39. «βάζω στο χέρι» — εκμεταλλεύομαι, ιδιοποιούμαι40. «βάζω τα γυαλιά σε κάποιον» — αποδεικνύω ότι είμαι πολύ ανώτερος, υπερέχω41. «βάζω τα δυνατά μου» — προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις42. «βάζω τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι» — κάνω κάποιον να υποταχθεί, να συμμορφωθεί43. «(του) βάζω τα κέρατα» — απατώ τον ή τη σύζυγό μου44. «βάζω τη θηλιά (ή το μαχαίρι) στον λαιμό» — πιέζω απελπιστικά, εκβιάζω, στενοχωρώ45. «βάζω την ουρά στα σκέλια» — υποχωρώ νικημένος ή ντροπιασμένος46. «βάζω τις φωνές»α) φωνάζω δυνατάβ) μαλώνω, κατσαδιάζω47. «βάζω το κεφάλι μου στον τορβά» — ριψοκινδυνεύω48. «βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου» — ριψοκινδυνεύω49. «βάζω το νερό στ' αυλάκι» — τακτοποιώ κάποια υπόθεση, τη βάζω στον σωστό δρόμο50. «βάζω το χέρι μου στη φωτιά» — στοιχηματίζω με τη ζωή μου, είμαι βεβαιότατος. 51. «βάζω το χέρι μου στο Ευαγγέλιο» — βεβαιώνω με όρκο52. «βάζω φωτιά» — ανάβω φωτιά53. «βάζω φωτιές» — δημιουργώ προβλήματα54. «βάζω χέρι»α) κάνω ερωτικές χειρονομίες και θωπείεςβ) αρπάζω, σφετερίζομαι, διασπαθίζω55. «βάζω φέσι» — δεν πληρώνω οφειλόμενα56. «βάζω καπέλο σε κάτι» — υπερτιμώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βιβάζω* με αποβολή του -ι- και απλοποίηση των δύο -β- ή με αποβολή της συλλαβής -βι-. Πρβλ. και διαβάζω < διαβιβάζω. (Για τον τ. βαίνω βλ. λ.)].————————(II)(Μ βάζω)1. κλαίω, θρηνώ2. (για ζώα) φωνάζω θρηνητικάνεοελλ.1. κραυγάζω, φωνάζω2. γαβγίζω3. φλυαρώ4. (για τα δέντρο, την καμπάνα, το νερό κ.λπ.) παράγω ήχο ή βοή.[ΕΤΥΜΟΛ. < βαβάζω* «βγάζω άναρθρες κραυγές», με συλλαβική ανομοίωση].————————(III)βάζω (ποιητ.) (Α)λέγω, μιλώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ονοματοποιημένη λέξη (πρβλ. βαβάζω, βαβαί, βάρβαρος κ.ά.), παρ' όλο που η χρήση του ρήματος και των ονοματικών του παραγώγων δεν ευνοούν αυτή την άποψη].
Dictionary of Greek. 2013.